χωρατό

χωρατό
το, Ν
1. αστείο, αστεϊσμός
2. άκακο πείραγμα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά
στ' αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό'πα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωρατό — το 1. αστεϊσμός, αστείο, πείραγμα άκακο: Έκανε κι αυτός ένα χωρατό, κι εσείς το παρεξηγήσατε. 2. ο πληθ., χωρατά χωρίς άρθρο ως επίρρ., για αστεϊσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • χωρατάς — ο, Ν [χωρατό] αστεϊσμός, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • γελοιασμός — ο (AM γελοιασμός) [γελοιάζω] αστεϊσμός, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • ερεσχελία — ἐρεσχελία και ἐρεσχηλία, ἡ (AM) [ερεσχελώ] 1. φλυαρία, μωρολογία, ανόητος λόγος 2. πείραγμα, χωρατό, χυδαίος αστεϊσμός 3. εριστικός λόγος, φιλονεικία …   Dictionary of Greek

  • μέτωρο — το αστείο, χωρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μέτωρος*] …   Dictionary of Greek

  • μέτωρος — η, ο αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση τής β συλλαβής), ενώ κατ άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του] …   Dictionary of Greek

  • μετρίασμα — το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω] μετρίαση, μετριασμός, περιορισμός μσν. 1. αστεϊσμός, χωρατό 2. σάτιρα 3. διασκέδαση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • χωρατά — Ν επίρρ. βλ. χωρατό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”